πεταυρισμός

πεταυρισμός
πεταυρισμός, [suff] πετᾰς-ιστής, [suff] πέτᾰς-ον, later forms for πετευρ- found in Phot., Suid., also as vv.ll. and in Latin derivatives ; cf. [full] παίταυρα and [full] πέταυρα, expld. by σίγνα (Lat.
A signa), Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεταυρισμός — ο, ΝΑ, και πετευρισμός Α [πεταυρίζω / πετευρίζομαι] χορός ή αναπήδηση πάνω σε πέταυρο, ακροβασία πάνω σε λεπτό και ελαστικό σανίδι …   Dictionary of Greek

  • πετευρισμός — ὁ, Α βλ. πεταυρισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”